χασισώνω

χασισώνω
Ν [χασίς]
1. δίνω σε κάποιον να καπνίσει χασίσι
2. (το μέσ. και παθ.) χασισώνομαι
καπνίζω χασίσι και μεθώ από αυτό, μαστούρώνω
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) χασισωμένος, -η, -ο- μεθυσμένος από χασίσι, μαστούρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χασισώνω — χασίσωσα, χασισώθηκα, χασισωμένος, ναρκώνω κάποιον δίνοντάς του να καπνίσει χασίσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασίσωμα — το, Ν [χασισώνω] το αποτέλεσμα τού χασισώνω ή τού χασισώνομαι, η παροχή ή η χρήση χασίς και η μέθη που οφείλεται σε αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”